Τα τελευταία χρόνια η νοσταλγία για τη σοβιετική ζωή αποτελεί κοινό τόπο. Τη νοσταλγούν όλοι. Ακόμη και εκείνοι που δεν πρόλαβαν να την ζήσουν. Από την άλλη, τα Σοβιέτ είναι πανταχού παρόντα. Τα σύμβολα, οι παραδόσεις, το εκπαιδευτικό και το υγειονομικό σύστημα, η πολιτισμική κληρονομιά της Σοβιετικής Ένωσης, είναι καθημερινώς μπροστά στους σύγχρονους Ρώσους.
Τα σοβιετικά τρόφιμα και η κουζίνα δεν αποτελούν εξαίρεση. Το πάθος για τα εισαγόμενα προϊόντα και τα χρωματιστά περιτυλίγματα των αρχών, στη δεκαετία του 1990, υποχώρησε μπροστά στην επιθυμία για τις οικείες -από τα παιδικά χρόνια- γεύσεις και διατροφικές συνήθειες. Οι σοκολάτες γάλακτος «Αλιόνκα», το παγωτό από κρέμα γάλακτος σε συσκευασίες των 500 γραμμαρίων «48 καπίκια», οι βότκες από σιτάρι «Στολίτσναγια» και «Μοσκόβσκαγια», το βούτυρο «Βολογκόντσκογιε», το βραστό σαλάμι «Ντόκτορσκαγια», και πολλά άλλα προϊόντα εκείνης της εποχής, ανταγωνίζονται επιτυχώς τα Δυτικά τρόφιμα στα σουπερμάρκετ και τα παντοπωλεία.
Τρείς χιλιάδες μάρκες
Σύμφωνα με εκτιμήσεις, αυτή τη στιγμή προωθούνται επιτυχώς στην αγορά περίπου 3000 παλιές σοβιετικές μάρκες, και ο αριθμός τους εξακολουθεί να αυξάνει. Εννοείται πως σε κάποιες περιπτώσεις χρειάζεται να αλλάξει ο σχεδιασμός, ενώ σε άλλες είναι η παλιά συσκευασία που συμβάλλει στην πετυχημένη προώθηση του προϊόντος, όπως τα περίφημα σοβιετικά πελμένι σε ανεπιτήδευτο κουτί από χαρτόνι ή το συμπυκνωμένο γάλα σε μπλε κονσέρβες των 250 γραμμαρίων.
Από μόνη της η νοσταλγία προϋποθέτει μια «αναμυθοποίηση» . και ιδού τα σοβιετικά προϊόντα. Ιδιαίτερα σε μεσαίες και μικρές ρωσικές πόλεις, γίνονται παράδειγμα ως προς την χαμένη ποιότητα και φυσική γεύση των τροφίμων. Οι πολίτες ξαναθυμούνται το περίφημο σοβιετικό «Σήμα ποιότητας» πάνω σε συσκευασίες προϊόντων και παραπονιούνται ότι εκλείπει το σύστημα του ΓΚΟΣΤ – των ενιαίων και υποχρεωτικών, σ’ όλη την Σοβιετική Ένωση, σταθεροτύπων ποιότητας για όλους, χωρίς εξαιρέσεις, παραγωγούς. Μάλιστα, διάφορες εταιρείες, κληρονόμοι της σοβιετικής βιομηχανίας, ανταγωνίζονται για το δικαίωμα να παρουσιάσουν τη μία ή την άλλη μάρκα στον καταναλωτή.
Η νοσταλγία για την σοβιετική εποχή αγγίζει και το καταναλωτικό καλάθι του μέσου κάτοικου της χώρας. Φυσικά, χάρη στον σύγχρονο κόσμο της παγκοσμιοποίησης, η φαντασία στην κουζίνα δεν έχει όρια. Όμως, τα καινούργια πιάτα εξακολουθούν να αποτελούν «φαντασία», ένα καπρίτσιο, ενώ οι σοβιετικές και ρωσικές διατροφικές παραδόσεις θεωρούνται βάση του εδώδιμου τρόπου ζωής.
Στη Ρωσία η προτίμηση απευθύνεται στο ψωμί σίκαλης, ειδικά στην περίφημη σοβιετική μάρκα «Μποροντίνσκι». Ενα μαύρο ψωμί με προσθήκη μελάσας και κάρδαμου. Την ποικιλία των ρωσικών γαλακτοκομικών προϊόντων: Ανθότυρο, ξινή κρέμα γάλακτος, ριάζενκα (ψημένο γάλα που υπέστη ζύμωση), κεφίρ (πικάντικο γαλακτοκομικό προϊόν). Λουκάνικα ντόπιας παραγωγής από τις γνωστές σοβιετικές βιομηχανίες Α. Μικογιάν ή Οστάνκινο, βραστό φαγόπυρο, βρώμη, σιτάρι, και πιο σπάνια, με γάλα ή απλώς με βούτυρο. Τοστ με τυρί και σαλάμι. Βραστά αβγά, αβγά μάτια ή ομελέτα. Ακόμη και το μεσημεριανό από τρία πιάτα. Μια πυκνή και ζεστή σούπα: Σι ή μπορς, κρέας ή ψάρι με γαρνιτούρα πατάτες ή σιτάρι, τσάι ή κομπόστα, αυτή είναι η κληρονομιά των σοβιετικών παραδόσεων. Στα σπίτια τώρα συχνά μαγειρεύουν σοβιετικά πιάτα, όπως τα κάποτε δημοφιλή «καραβίσια μακαρόνια»: Χοντρά μακαρόνια με τηγανιτό ή βραστό κιμά κρέατος, τηγανισμένο με ξερό κρεμμύδι. Τα σοβιετικά μπιφτέκια τα βλέπει κανείς τακτικά στο τραπέζι. Μοιάζουν πιο πολύ με τις ευρωπαϊκές κροκέτες, έχουν όμως ως πρότυπο την καρδιά του αμερικάνικου χάμπουργκερ.
Ο κομισάριος . σέφ
Ο Αναστάς Μικογιάν, λαϊκός κομισάριος του Στάλιν, πατέρας και ιδεολόγος της σοβιετικής εστίασης, ενθουσιάστηκε τόσο πολύ από τα χάμπουργκερ, κατά την επίσκεψή του στις ΗΠΑ, ώστε έδωσε την συνταγή για την παραγωγή του αντίστοιχού τους. Των σοβιετικών μπιφτεκιών. Και από ‘κει, το μπιφτέκι μεταφέρθηκε στο οικογενειακό τραπέζι . Ή το περίφημο σοβιετικό «γκούλας»: Κρέας κατσαρόλας με σος ντομάτας και γαρνιτούρα από φαγόπυρο. Η ρέγγα παραμένει πάντα αγαπημένη, καθώς και το εορταστικό σοβιετικό ορεκτικό «ρέγγα με γούνα»: Κομμάτια φιλέτου ρέγγας, με στρώσεις από ψημένο παντζάρι, πατάτες, καρότα γαρνιρισμένα με μπόλικη μαγιονέζα.
Αλλά και οι σοβιετικές κονσέρβες θαλασσινών: «Γοβιοί σε σάλτσα ντομάτας (ο γοβιός είναι ένα μικρού μεγέθους ψάρι της Μαύρης Θάλασσας), ή «Σπρότι» (καπνιστός γάβρος σε λάδι). Κρέπες με ποικίλη γέμιση: Κρέας, ανθότυρο, ή τηγανίτες πάντα μαγειρεύονταν σ’ όλες τις σοβιετικές οικογένειες. Εννοείται, τα σιβηριανά πελμένι, που σήμερα παράγονται σ’ όλες σχεδόν τις μεγάλες και μεσαίες πόλεις της Ρωσίας. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των ειδικών, το 80% των κατεψυγμένων προμαγειρεμένων προϊόντων αποτελούν τα πελμένι, που είναι και το βασικό πιάτο των εργένηδων. Οι σπιτικές κονσέρβες: Λαχανικά σε άλμη ή μαριναρισμένα είναι το καμάρι της νοικοκυράς, όπως και στην σοβιετική εποχή, αν και τώρα τα αγοράζουν πιο συχνά έτοιμα από τα σουπερμάρκετ, αντί να μαγειρέψουν με τα χέρια τους στα εξοχικά.
Βέβαια, όσο πιο μακριά βρίσκεστε από τις πρωτεύουσες, και τα περιφερειακά κέντρα, τόσο περισσότερο η σπιτική κουζίνα πλησιάζει τα σοβιετικά πρότυπα. Αλλά και σε πιο μεγάλες πόλεις, ακόμη και σε πιο ευκατάστατες οικογένειες, τα σοβιετικά προϊόντα και πιάτα πάνω στο τραπέζι, έστω και με προσθήκη εισαγώμενων συστατικών, αποτελεί το χαρακτηριστικό ενός οικογενειακού γεύματος. Τα στοιχεία που πριν από λίγα χρόνια αναφέρονταν ως αντικείμενο σκληρής κριτικής -η έλλειψη τροφίμων, ιδιαίτερα στο τέλος της σοβιετικής εποχής- γίνεται τώρα θέμα συγκινητικών αναμνήσεων, ακόμη και υπερηφάνειας. Μπροστά στα μάτια μας δημιουργούνται οι νέοι μύθοι για το πρόσφατο παρελθόν, για τις διατροφικές αξίες και τη φυσική γεύση των σοβιετικών πιάτων, για την απλότητά τους και το χαμηλό τους κόστος.
Η νέα γενιά των Ρώσων πολιτών, γεννημένων στις παραμονές ή μετά τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης, ευχαρίστως αποδέχεται τις παραδόσεις της σοβιετικής κουζίνας, και μπορείς να ακούσεις συχνά τους γονείς να καμαρώνουν ότι τα δικά τους παιδιά αγάπησαν το ένα ή το άλλο σοβιετικό πιάτο, μαγειρεμένο στο σπίτι. Συχνά μάλιστα οι νέοι λένε: «Γιατί δεν μας το έχετε πει νωρίτερα; Αυτό είναι πολύ πιο νόστιμο από τα Δυτικά πιάτα και τις δυτικές συνταγές».