Μόνο σαν μια ιδιότυπη διασταύρωση έμμεσης μείωσης του βιοτικού επιπέδου των εργαζομένων και βιοπολιτικού μέτρου μπορεί να γίνει αντιληπτή η πρόταση για το χύμα τσίπουρο που περιλαμβάνεται στη δεύτερη εργαλειοθήκη του ΟΟΣΑ, η καθολική εφαρμογή της οποίας αποτελεί μέρος των προαπαιτούμενων για την επίτευξη συμφωνίας της ελληνικής κυβέρνησης με τους δανειστές. Ο στόχος των προτάσεων του ΟΟΣΑ είναι ρητά διατυπωμένος στις εκθέσεις του: να άρει τα διάφορα εμπόδια που τίθενται στον ελεύθερο ανταγωνισμό και τα οποία αποτρέπουν ή περιορίζουν την οικονομική ανάπτυξη, που στην περίπτωση του ιδιαίτερα δημοφιλούς αποστάγματος αφορά τον αθέμιτο ανταγωνισμό ανάμεσα στις μεγάλες ποτοποιίες και τα ινκόγκνιτο καζάνια.
Του Γιάννη-Ορέστη Παπαδημητρίου
Ο οικονομικός ορθολογισμός που προσπαθεί να επιβάλλει η εργαλειοθήκη, πάει κατευθείαν περίπατο όταν φτάσει κανείς στην απάντηση του Οργανισμού στις ενστάσεις: «αναγνωρίζει ότι η πρόταση αυτή είναι βλαπτική για τα συμφέροντα των μικρών αποσταγματοποιών, αλλά χαρακτηρίζει ως πλεονέκτημα ότι η πλήρης απαγόρευση μπορεί εύκολα να ελεγχθεί» (Εφημερίδα των Συντακτών, 19.07). Η συνοπτική αυτή απάντηση του οργανισμού περιλαμβάνει όλα τα δυνατά επίπεδα ανάγνωσης του μέτρου: την αδιαφορία για τις υφεσιακές του συνέπειες, την τιμωρητική του φύση (ως μέρος ενός ευρύτερου τιμωρητικού συνόλου), την έμφαση στη διάσταση του ελέγχου, την απουσία των καταναλωτών από την εξίσωση, αλλά και τον κυνισμό με τον οποίον αφοπλίζονται ολόκληρες παραγωγικές τάξεις στη διαδικασία της αναδιάρθρωσης.
Στα χρόνια της κρίσης, το χύμα τσίπουρο, η ρακή, το ούζο και η σούμα ανέκτησαν την πολιτισμική τους υπόσταση. Γλιτώνοντας από την τετραπλή φορολογική άνοδο που υπέστησαν τα εμφιαλωμένα ποτά την περίοδο 2009-2010, τα σπιτικά αποστάγματα ανταποκρίθηκαν καλύτερα απ’ οτιδήποτε άλλο στη ραγδαία υποτίμηση των εισοδημάτων και τα νέα όρια που αυτή έθετε στην αξιοποίηση του ελεύθερου χρόνου. Περιοχές της Αθήνας όπως τα Πετράλωνα και το Κουκάκι, που τράβηξαν μαζικά νέους μαγαζάτορες στην εποχή της κρίσης, έχουν να επιδείξουν πολύ περισσότερα μεζεδοπωλεία και τσιπουράδικα απ’ ό,τι μπαρ ή κλαμπ, ενόσω τα μεγάλα ξενυχτάδικα περιορίζουν χρόνο με το χρόνο τον τζίρο τους, επιβιώνοντας κυρίως μέσα από τη συγγένεια με εναλλακτικούς μηχανισμούς όπως οι σχολικοί σύλλογοι και οι πανεπιστημιακές παρατάξεις.
Νέα ενδοσκόπηση της εγχώριας παράδοσης
Δεν ήταν μόνο η χαμηλή τους φορολόγηση που επέτρεπε τη διάθεση σε χαμηλές τιμές, αυτό που έδωσε στα εγχώρια αποστάγματα το προβάδισμα. Τα μεζεδοπωλεία άρχισαν την αναγέννησή τους ήδη από την προηγούμενη δεκαετία, πατώντας σε μια διευρυμένη κοσμοπολίτικη διάθεση – πιθανώς εκπορευόμενη από το κίνημα της αντι-παγκοσμιοποίησης – που οδηγήθηκε σε μια νέα ενδοσκόπηση της εγχώριας παράδοσης με όρους «έθνικ» και αποτυπώθηκε περίτρανα στην ξαφνική δημοφιλία μουσικών όπως ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου και οι Χαΐνηδες, αλλά και στη διάδοση ενός ρεπερτορίου – απογυμνωμένου από το αυθεντικό πολιτισμικό του περιβάλλον και εξιδανικευμένου – που συνδύαζε ρεμπέτικα, κρητικά, ικαριώτικα και άλλα, ενοποιημένα σ’ ένα αυθαίρετο σύνολο «ελληνικής» μουσικής απ’ το οποίο απουσίαζε τόσο η κοινωνική καταγωγή αυτών των ειδών, όσο και το ιδιαίτερο κοινοτικό τους ανάφορο.
Καθώς όμως «το αληθινό δεν είναι παρά μια στιγμή του ψεύτικου», η ενδοσκοπική αυτή βουτιά στα νερά της παράδοσης φιλοξένησε στα διάκενα των πολλών προβλημάτων που είχε ως κουλτούρα και κάποια ψήγματα αυθεντικότητας, ορατά περισσότερο στην επαρχία και λιγότερο στα ελληνικά αστικά κέντρα: αναζωογόνησε έθιμα όπως τα πανηγύρια, διέχυσε τον εσωτερικό τουρισμό σε άλλοτε παραμελημένα μέρη και έσπασε μερικώς το ταμπού της απο-αστικοποίησης. Σ’ αυτή τη διαδικασία, τα αποστάγματα έγιναν καταλύτες για τη δημιουργία (ή την αναβίωση) ενός ολόκληρου πολιτισμικού κώδικα όπου η χαμηλής κλίμακας εμπορική δραστηριότητα των καφενείων και των μεζεδοπωλείων, δεν λειτουργούσε αντιπαραθετικά, αλλά επικουρικά προς την κοινοτική συνοχή στα κατώτερα στρώματα.
Το σύμβολο της φυγοπονίας
Η πρόταση του ΟΟΣΑ για την παρανομοποίηση των χύμα αποσταγμάτων δεν πλήττει πρωτίστως οικονομικούς, αλλά πολιτισμικούς κι αναπαραγωγικούς τομείς. Με το ύψος των μισθών να είναι πλέον εξαιρετικά χαμηλό και την περαιτέρω μείωσή του να είναι αναμενόμενη, η εξαφάνιση της δυνατότητας για φτηνή διασκέδαση θα επιφέρει ένα βαρύ πλήγμα στο βιοτικό επίπεδο και το ηθικό της εγχώριας εργατικής τάξης, παραδοσιακής ή «γνωσιακής». Καθώς, επίσης, μιλάμε για ένα μέτρο που όλοι συμφωνούν πως δεν θα έχει το επιθυμητό δημοσιονομικό αποτέλεσμα, αφού θα ενθαρρύνει τη φοροδιαφυγή, είναι απορίας άξιον το πώς φτάνει να προτείνεται από τους φερόμενους ως «τεχνοκράτες» της οικονομικής ευρωστίας.
Η απάντηση είναι απλή: στην καπιταλιστική οικονομική σκέψη, που δεν χάνει ευκαιρία να δηλώνει το ενδιαφέρον της για την υγεία και την ευζωία, οι «βλαβερές» συνήθειες και οι ανεπίσημες μικρο-οικονομίες δεν κρίνονται από τα οικονομικά, αλλά από τα κοινωνικά τους αποτελέσματα. Το αλκοόλ ανέκαθεν υπήρξε σύμβολο της φυγοπονίας των εργατών, της μη-ολοκληρωμένης υπαγωγής τους στις απαιτήσεις του χρόνου εργασίας, ενώ η αυτονομία αυτών των – τοπικών συνήθως – παραγωγικών κλάδων κρίνεται ως αποτυχία του κεφαλαίου να κατακτήσει το σύνολο των σφαιρών της κοινωνικής ζωής. Οι κοινωνικές αυτές σφαίρες, ωστόσο, έχουν την τάση να μην παραδίδονται αμαχητί: όταν οι Άγγλοι νομοθέτες του 18ου αιώνα θεώρησαν καλή ιδέα να ανεβάσουν τους φόρους των αποσταγμάτων, καθιστώντας τα απρόσιτα για το εξαθλιωμένο βρετανικό προλεταριάτο, είδαν το Λονδίνο να καίγεται στην περιβόητη «εξέγερση του τζιν» και αναγκάστηκαν να αλλάξουν πορεία.